η Μικροφαλλία (el) θηλυκό
- Το να έχει ένας άνδρας, αρκετά μικρότερο φαλλό, κατά Μέσο Όρο, σε Εθνικό, ή / και σε Παγκόσμιο Επίπεδο, Εάν γίνεται σχετική Στατιστική Ανάλυση.
Aποτέλεσμα Ορμονικής Διαταραχής ή Μη Επαρκούς Αναγνώρισης της Τεστοστερόνης.
(Υπάρχουν και Συνθετότερα αίτια,
όμως Στατιστικά Σπανιότερα) π.χ.
- Οι Ιάπωνες σε σχέση με τους
Γιορούμπα εμφανίζουν μικροφαλλία με μεγάλη Στατιστική Σημαντικότητα όπως Υψηλότερη Ευφυΐα και χαμηλότερο ποσοστό διδύμων (στατιστικά συνδέονται σε μεγάλους
αριθμούς, λόγω της Τεστοστερόνης).
-Η Μικροφαλλία των
αρχαίων Ελληνικών αγαλμάτων -Θεών και Ανθρώπων- Αποτελεί Συμβολισμό, σε Αντίθεση
με τους Σατύρους.
μικροτσούτσουνος
< μικρός + τσουτσούνι + -ος, μικροτσούτσουνος, αρσενικό που έχει μικρό τσουτσούνι, μικρό πέος
= μικροτσούτσουνος.
measly-dicked (en) ο μικροτσούτσουνος
*seu̯H- τσουτσούνι,
ουδέτερο, (λαϊκότροπο) =
το πέος, τσουτσούνα, μικροτσούτσουνος, ατσούτσουνος,
τσουνί- τσουτσούνι,
τσουτσουνόβλαχος (!)
· Μικροτσουτσουνιά = μικροφαλλία
No comments:
Post a Comment